ελληνικά | ell-000 | άκρο σάρωση |
ελληνικά | ell-000 | ακροστασία |
ελληνικά | ell-000 | άκρο στέγης |
ελληνικά | ell-000 | άκρο στελέχους |
ελληνικά | ell-000 | ακροστιχίδα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκροστιχίς |
ελληνικά | ell-000 | ακροστόμιο |
ελληνικά | ell-000 | ακροσφαλές |
ελληνικά | ell-000 | ακροσφαλή κατάσταση |
ελληνικά | ell-000 | ακροσφαλής |
ελληνικά | ell-000 | ακροσφαλής διπλωματία |
ελληνικά | ell-000 | ακροσφαλώς |
ελληνικά | ell-000 | άκρο σωλήνα |
ελληνικά | ell-000 | Ακρόσωμα |
ελληνικά | ell-000 | ακρότατα |
ελληνικά | ell-000 | ακρότατο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκροτελεύτιον |
ελληνικά | ell-000 | ακρότης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκρότης |
ελληνικά | ell-000 | ακρότητα |
ελληνικά | ell-000 | ακρότητες |
ελληνικά | ell-000 | ακροτομώ |
ελληνικά | ell-000 | άκρο του αγκώνος |
ελληνικά | ell-000 | άκρο του ποδιού |
ελληνικά | ell-000 | άκρο τρυπανιού |
ελληνικά | ell-000 | ακρούλα |
ελληνικά | ell-000 | ακρόφιλος |
ελληνικά | ell-000 | ακροφιλώ |
ελληνικά | ell-000 | ακροφοβία |
ελληνικά | ell-000 | ακροφύσιο |
ελληνικά | ell-000 | ακροφυσίο αέρα |
ελληνικά | ell-000 | ακροφυσίο αεραγωγού |
ελληνικά | ell-000 | ακροφύσιο αεριωθητή |
ελληνικά | ell-000 | ακροφύσιο εισόδου |
ελληνικά | ell-000 | ακροφύσιο θέρμανσης |
ελληνικά | ell-000 | ακροφύσιο κοπής |
ελληνικά | ell-000 | ακροφύσιο μέτρησης |
ελληνικά | ell-000 | ακροχονδρονώδης |
ελληνικά | ell-000 | ακροχόρδων |
ελληνικά | ell-000 | ακροώμαι |
ελληνικά | ell-000 | ακροωμένος |
ελληνικά | ell-000 | ακρ πόδια |
ελληνικά | ell-000 | ακρ-πόδια |
ελληνικά | ell-000 | ακρυλαμίδιο |
ελληνικά | ell-000 | ακρυλικό |
ελληνικά | ell-000 | ακρύλικο |
ελληνικά | ell-000 | ακρυλικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | ακρυλικός |
ελληνικά | ell-000 | ακρυλικό χρώμα |
ελληνικά | ell-000 | ακρωγωνιαίος λίθος |
ελληνικά | ell-000 | ακρώμιο |
ελληνικά | ell-000 | ακρώμιο ζώου |
ελληνικά | ell-000 | ακρωμιοθωράκικη αρτηρία |
ελληνικά | ell-000 | ακρωμιοθωράκικος |
ελληνικά | ell-000 | ακρώμιος |
ελληνικά | ell-000 | άκρων |
ελληνικά | ell-000 | άκρων άωτο |
ελληνικά | ell-000 | ακρωνύμιο |
ελληνικά | ell-000 | ακρώνυμο |
ελληνικά | ell-000 | ακρωνύχιο |
ελληνικά | ell-000 | ακρώρεια |
ελληνικά | ell-000 | άκρως |
ελληνικά | ell-000 | ακρώς απόρρητο |
ελληνικά | ell-000 | άκρως εξαιρετικός |
ελληνικά | ell-000 | άκρως τοξικός |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήρι |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτηριάζω |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτηριασμένο μέλος |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτηριασμένος |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτηριασμός |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτηριασμοσ |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτηριασμοσ γεννητικων οργανων |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτηριαστής |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήρι βάζω κέρατα |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήρι δήμος |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήρι Θήρας |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήρι και Δεκέλεια |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήρι Κρήτης |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήρι Κύπρου |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήριο |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήριο |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήριο αναμμένος |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήριο από |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήριο Μαλέας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκρωτήριον |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήριο πέρα γέρνω |
ελληνικά | ell-000 | ακρωτήριο πίσω |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος |
ελληνικά | ell-000 | Ακρωτήριο Τραφάλγκαρ |
ελληνικά | ell-000 | Ακσεράι |
ελληνικά | ell-000 | Ακταία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκταῖος |
ελληνικά | ell-000 | Ακταίωνας |
ελληνικά | ell-000 | ακταιωνίδαι |
ελληνικά | ell-000 | Ακτάου |
ελληνικά | ell-000 | ακτένιστος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκτένιστος |
ελληνικά | ell-000 | ακτές |
ελληνικά | ell-000 | ακτή |
ελληνικά | ell-000 | ακτη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκτή |
ελληνικά | ell-000 | ακτή αγγειοπλαστική κόλλα |
ελληνικά | ell-000 | ακτή άμαξα αυτοκίνητο |
ελληνικά | ell-000 | ακτή άμυνα |
ελληνικά | ell-000 | ακτή αμυντική γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | ακτή ανιχνεύω |
ελληνικά | ell-000 | ακτή αυχένας |
ελληνικά | ell-000 | ακτή βαδίζω |
ελληνικά | ell-000 | ακτή βλέπω |
ελληνικά | ell-000 | Ακτή Ελεφαντόδοντος |
ελληνικά | ell-000 | Ακτή Ελεφαντοστού |
ελληνικά | ell-000 | Ἀκτὴ Ἐλεφαντοστού |
ἑλληνικά | ell-008 | Ἀκτὴ Ἐλεφαντοστού |
ελληνικά | ell-000 | ακτήμονας |
ελληνικά | ell-000 | ακτημοσύνη |
ελληνικά | ell-000 | ακτήμων |
ελληνικά | ell-000 | ακτή σελήνης |
ελληνικά | ell-000 | ακτιβισμός |
ελληνικά | ell-000 | ακτιβιστής |
ελληνικά | ell-000 | ακτίδα |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινα |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα ακοής |
ελληνικά | ell-000 | ακτιναγραφώ |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα καμπυλότητας |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα κυκλικής κίνησης |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα λέηζερ |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα περιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα Ραίντγκεν |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα ρεντ γκέν |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα τροχού |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα φωτός |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα φωτός από |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα φωτός μεταλλουργός |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνα Χ |
ελληνικά | ell-000 | ακτινενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | ακτινενεργός |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνες άλφα |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνες λέιζερ |
ελληνικά | ell-000 | Ακτίνες Χ |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνες Χ |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνες χ |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνια |
ελληνικά | ell-000 | ακτινιαρία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινίδαι |
ελληνικά | ell-000 | ακτινίδες |
ελληνικά | ell-000 | Ακτινιδιά |
ελληνικά | ell-000 | ακτινίδια |
ελληνικά | ell-000 | ακτινίδιο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινική ασυμμετρία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινική έδραση |
ελληνικά | ell-000 | ακτινική μεταφορά |
ελληνικά | ell-000 | ακτινική συμμετρία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινική ταχύτητα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινικό διάκενο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινικό έκκεντρο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινικός |
ελληνικά | ell-000 | ακτινικός σπειροτόμος |
ελληνικά | ell-000 | Ακτινιο |
ελληνικά | ell-000 | ακτίνιο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινιο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινισμός |
ελληνικά | ell-000 | ακτινο- |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολημένο καύσιμο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολημένο προϊόν |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβόληση |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβόληση τροφίμων |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολητής |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολια |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία α |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία/ακτινοβόληση |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία άλφα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία άλφα/ακτινοβολία α |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία β |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία βήτα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία βήτα/ακτινοβολία β |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία γ |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία γάμμα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία γάμμα/ακτινοβολία γ |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία παλιάς δόξας |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία περιβάλλοντος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία περιβάλλοντος/ακτινοβολία υποστρώματος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία υποστρώματος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολία Χ |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολίες |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβόλος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολούμενη ενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολούμενος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολώ |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολώ αβαρής |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολών |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοβολώ παλμικά |
ελληνικά | ell-000 | ακτινογράφημα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινογραφία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινογραφικός |
ελληνικά | ell-000 | ακτινογράφος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινογραφώ |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοειδείς φλέβες |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοειδής αρτηρία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοειδής κεραία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινόζωα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοθεραπεία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινόλιθος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινολογία |
ελληνικά | ell-000 | ακτινολογικός |
ελληνικά | ell-000 | ακτινολόγος |
ελληνικά | ell-000 | ακτινομετρικός |
ελληνικά | ell-000 | ακτινόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοπόδια |
ελληνικά | ell-000 | Ακτινοπτερύγιοι |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοσκόπηση |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοσκοπικός |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοσκοπώ |
ελληνικά | ell-000 | ακτινοφυσική |
ελληνικά | ell-000 | ακτινώτα |
ελληνικά | ell-000 | ακτινωτό δράπανο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινωτό λάστιχο |
ελληνικά | ell-000 | ακτινωτός |
ελληνικά | ell-000 | Άκτιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἄκτιον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἄκτιος |
ελληνικά | ell-000 | ακτίς |
ελληνικά | ell-000 | ακτίς ράδιου |
ελληνικά | ell-000 | ακτίς τροχού |
ελληνικά | ell-000 | ακτίς Χ |
ελληνικά | ell-000 | άκτιστος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκτίτης |
ελληνικά | ell-000 | ακτογραμμή |
ελληνικά | ell-000 | Ακτόμπε |
ελληνικά | ell-000 | ακτοπλοΐα |
ελληνικά | ell-000 | ακτοπλοία |
ελληνικά | ell-000 | ακτοπλοϊκό |
ελληνικά | ell-000 | ακτοπλοϊκός |
ελληνικά | ell-000 | ακτοπλόος |
ελληνικά | ell-000 | ακτοπλοώ |
ελληνικά | ell-000 | ακτοπλόων |
ελληνικά | ell-000 | Ακτούντα Ρεθύμνου |
ελληνικά | ell-000 | ακτοφύλακας |
ελληνικά | ell-000 | Ακτοφυλακή |
ελληνικά | ell-000 | ακτοφυλακή |
ελληνικά | ell-000 | Ακτοφυλακίδα |
ελληνικά | ell-000 | ακτυλίσσω |
ελληνικά | ell-000 | ακτύπητος |
ελληνικά | ell-000 | ακυβερνησία |
ελληνικά | ell-000 | ακυβέρνητος |
ελληνικά | ell-000 | Ακυίσγρανον |
ελληνικά | ell-000 | ακυκλοβίρη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκυλ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀκύλας |
ελληνικά | ell-000 | ακύλιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκύλιστος |
τσακώνικα | tsd-001 | ακυλίτα |
τσακώνικα | tsd-001 | ακύλιτε |
ελληνικά | ell-000 | ακύμαντος |
ελληνικά | ell-000 | άκυρη συμφωνία |
ελληνικά | ell-000 | άκυρη ψήφος |
ελληνικά | ell-000 | ακυριολεξία |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο |
ελληνικά | ell-000 | άκυρος |
ελληνικά | ell-000 | άκυρος και άδειος |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις αδέσποτος |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις ακάλυπτος |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις ανακριτού |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις αναστρέφω |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις από |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις εντός |
ελληνικά | ell-000 | άκυρο σέρβις κατεβάζω |
ελληνικά | ell-000 | ακυρότης |
ελληνικά | ell-000 | ακυρότητα |
ελληνικά | ell-000 | ακυρότητα εκλογής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀκυρόω |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώ |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώθηκε |
ελληνικά | ell-000 | ακυρωμένος |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώνvω |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | ακυρωνόμενος |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώ νομοσχέδιο |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώνω |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώνω εισιτήρια |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώνω μια πρόσκληση |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώνω παραγγελία |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώσει |
ελληνικά | ell-000 | ακύρωση |
ελληνικά | ell-000 | ακύρωση καταχώρησης |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώσιμο |
ελληνικά | ell-000 | ακυρώσιμος |
ελληνικά | ell-000 | ακυρωτής |
ελληνικά | ell-000 | ακυρωτικός |
ελληνικά | ell-000 | ακύρωτος |
ελληνικά | ell-000 | ακφορτώνω |
ελληνικά | ell-000 | ακωδικοποίητος |